-
1 ἀρκέω
Aἤρκει Il.13.440
, A.Pers. 278: [tense] fut. ἀρκέσω: [tense] aor. ἤρκεσα, [dialect] Dor.ἄρκεσα Pi.O.9.3
:—[voice] Med., [tense] aor. ἠρκεσάμην, [ per.] 2sg. ἠρκέσω dub. in A.Eu. 213 (s.v.l.):—[voice] Pass., inf.ἀρκέεσθαι Hdt.9.33
, ἀρκεῖσθαι Poet. ap. Greg.Cor.p.425 S.: [tense] pf.ἤρκεσμαι Sthenid.
ap. Stob.4.7.63: [tense] aor.ἠρκέσθην Plu.Pel.35
, Luc.Salt.83: [tense] fut.ἀρκεσθήσομαι D.H.6.94
, D.S.1.8, etc.:—ward off, keep off, c. dat. pers. et acc. rei,σάκος τό οἱ ἤρκεσε λυγρὸν ὄλεθρον Il.20.289
, cf. 6.16;πατρίδι δουλοσύνην Simon. 101
;κῆρας μελάθροις E.El. 1300
(lyr.);ὅς οἱ ἀπὸ χροὸς ἤρκει ὄλεθρον Il.13.440
, cf. 15.534;τοῦτό γ' ἀρκέσαι S.Aj. 535
; ὡς οὐκ ἀρκέσοι τὸ μὴ οὐ.. θανεῖν would not keep off death, ib. 727.2 c. dat. only, defend,πυκινὸς δέ οἱ ἤρκεσε θώρηξ Il.15.529
; οὐδ' ἤρκεσε θώρηξ, without dat., 13.371.II c. acc. cogn., make good, achieve, .III mostly in Trag., and always in Prose, to be strong enough, suffice, c. inf., first in Pi.O.9.3; ἀρκῶ σοι σαφηνίσαι (- σας Linwood) A.Pr. 621 codd., cf. S.OT 1209 (lyr.): c. part., ἀρκέσω θνῄσκουσ' ἐγώ my death will suffice, Id.Ant. 547; cf. ; ἔνδον ἀρκείτω μένων let him be content to stay within, S.Aj.76; ;οὔτε ἰατροὶ ἤρκουν θεραπεύοντες Th.2.47
; ellipt., σοφοὺς ὥσπερ σύ, μηδὲν μᾶλλον· ἀρκέσουσι γάρ [σοφοὶ ὄντες] E.Heracl. 576;ἀ. εἴς τι X.Cyr.8.2.5
;πῶς ἡ πόλις ἀρκέσει ἐπὶ τοιαύτην παρασκευήν; Pl.R. 369d
; ταὐτὸν ἀρκεῖ σκῶμμα ἐπὶ πάντας holds equally for all, Id.Tht. 174a; ὅτ' οὐκέτ' ἀρκεῖ [ἡ μάθησις] when it avails no more, S.Tr. 711.2 c. dat., suffice for, satisfy,οὐδὲ ταῦτά τοι μοῦνα ἤρκεσε Hdt.2.115
, cf. S.Ant. 308, etc.4 abs., to be enough, avail, endure,ἀρκείτω βίος A.Ag. 1314
;οὐδὲν γὰρ ἤρκει τόξα Id.Pers. 278
; holdout, last,ἐπὶ πλεῖστον ἀρκεῖν Th. 1.71
, X.Cyr.6.2.31; οὐδ' ἔτ' ἀρκῶ I can hold out no longer, S.El. 186 (lyr.); ὥστε ἀρκεῖν πλοῖα to be sufficient in number, X.An.5.1.13: freq. in part., ἀρκῶν, οῦσα, οῦν, sufficient, enough,βίος ἀρκέων ὑπῆν Hdt.1.31
, cf. 7.28; a sufficiency,E.
Supp. 865;ἀρκοῦσα ἀπολογία Antipho 2.4.10
; ἀρκοῦντα or τἀρκοῦντα ἔχειν, X.Mem.1.2.1, Smp.4.35;τῶν ἀρκούντων περιττὰ κτᾶσθαι Id.Cyr.8.2.21
.5 impers., ἀρκεῖ μοι 'tis enough for me, I am well content, c. inf.,οὐκ ἀρκέσει ποθ' ὑμὶν.. εἴκειν S.Aj. 1242
, cf. X.An.5.8.13: c. acc. et inf., ; ἀρκεῖ ἢν.., ὅτι .., X.Cyr.8.1.14, Mem. 4.4.9; ἔμ' ἀρκεῖ βουλεύειν 'tis enough that I.., A.Th. 248; οὐκ ἀρκοῦν μοί ἐστι, c. acc. et inf., Antipho 2.2.2; ἀρκεῖν δοκεῖ μοι it seems enough, seems good, S.El. 1364.IV in [voice] Pass., to be satisfied with, c. dat. rei, Poet. ap. Greg.Cor.l.c.;ἔφη οὐκέτι ἀρκέεσθαι τούτοισι Hdt.9.33
, cf. Pl.Ax. 369e, Arist.EN 1107b15, AP6.329 (Leon.), Plot.5.5.3: abs., ib.3.6, etc.2 later, c. inf., to be contented to do, Plb.1.20.1, Ps.-Luc.Philopatr.29, etc.
См. также в других словарях:
ζωαρκής — ές (AM ζωαρκής, ές) 1. επαρκής στη ζωή, αυτός που βοηθεί στη διατήρηση τής ζωής, αυτός που αναφέρεται στη ζωάρκεια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ζωαρκῆ η ζωάρκεια, τα χρήσιμα ή απαραίτητα για τη συντήρηση τής ζωής, τα επαρκή για τη ζωή μσν. αρχ.… … Dictionary of Greek
ολιγαρκής — ές (Α ὀλιγαρκής, ές) αυτός που αρκείται στα λίγα, που ικανοποιείται με τα λίγα και δεν επιζητεί τα πολλά, λιτός («συμβιβαστικοί, ολιγαρκείς, μαθημένοι να πονούν τη φτώχεια», Παπαδ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀλιγαρκές η ολιγάρκεια. επίρρ...… … Dictionary of Greek
πολυαρκής — ές, Α 1. αυτός που επαρκεί για πολλές ανάγκες, ο επαρκής για πολλούς ή ο πολύ επαρκής ή ο πολύ επαρκής («ὅς ἐστι μέγιστός τε... καὶ πολυαρκέστατος», Ηρόδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο πολυαρκής άλλη ονομασία τού φυτού ασφόδελος 3. το ουδ. ως ουσ. τό… … Dictionary of Greek